κουφοβράζω

κουφοβράζω
1. βράζω, αργά, σιγοβράζω
2. (για μετεωρ. φαινόμενα) είμαι πνιγηρός («τ' αγέρι, φορτωμένο φοβέρες και περίγελα και φλογισμένα χνότα, τριγύρω του εκουφόβραζε», Βαλαωρ.)
3. μτφ. σιγοκαίω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι αφανὼς («κουφοβράζει η αγανάκτηση τοὺ λαού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (Ι)* + βράζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουφοβράζω — κουφόβρασα, κουφοβρασμένος, σιγοβράζω, βράζω σιγά σιγά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… …   Dictionary of Greek

  • βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… …   Dictionary of Greek

  • υποβόσκω — αμτβ., μόνο στον ενεστ. και πρτ. 1. αυξάνομαι ή δυναμώνω στην αφάνεια και ύπουλα, ενισχύομαι ενεργώντας ύπουλα: Υποβόσκει η αναταραχή στις καταπιεσμένες κοινωνίες και θα εκραγεί επανάσταση. 2. ενεργώ κρυφά, κουφοβράζω, κουφοκαίω (κυριολ. για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”