- κουφοβράζω
- 1. βράζω, αργά, σιγοβράζω2. (για μετεωρ. φαινόμενα) είμαι πνιγηρός («τ' αγέρι, φορτωμένο φοβέρες και περίγελα και φλογισμένα χνότα, τριγύρω του εκουφόβραζε», Βαλαωρ.)3. μτφ. σιγοκαίω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι αφανὼς («κουφοβράζει η αγανάκτηση τοὺ λαού»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (Ι)* + βράζω].
Dictionary of Greek. 2013.